αέροψ

αέροψ
ἀέροψ (-οπος), ο (Α)
το πτηνό μέροψ* «μελισσοφάγος» στη βοιωτική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., όπως και ορισμένα άλλα ονόματα (μέροψ, πηνέλοψ), δήλωνε αφ’ ενός μεν είδος πτηνών, αφ’ ετέρου δε ονομασία ομώνυμων λαών (Ἀέροπες, Μέροπες), χωρίς να μπορεί να λεχθεί με ακρίβεια αν ως αφετηρία χρησίμευσε η ονομασία τού πτηνού ή αντιστρόφως. Κατά τον Ι. Καλλήρη, η λ. παράγεται από τα ἀὴρ και –οψ (οπ- «όψη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αερόπους — ἀερόπους ( οδος), ο (Μ) ονομασία πτηνού (Σχόλια στους Όρνιθες τού Αριστοφάνη 1354). Ίσως πρόκειται για κακή ανάγνωση τής λέξης αέροψ, οπος ή μέροψ, που είναι το πουλί μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + ποῦς] …   Dictionary of Greek

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”